- περίποτον
- περίποτοςto be drunk from on both sidesmasc/fem acc sgπερίποτοςto be drunk from on both sidesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίποτος — ον, Α (κυρίως χρησιμοποιείται ως ερμηνεία τού δέπας ἀμφικύπελλον) (για ποτήρι ή κύπελλο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του («ἄλλοι δὲ τὴν ἀμφὶ ἀντὶ τῆς περὶ εἶναί φασι, ἵν ᾖ περίποτον, τὸ πανταχόθεν πίνειν… … Dictionary of Greek